- τραγισμός
- ο, Ν [τραγίζω]η μεταβολή τής φωνής τ;vν εφήβων σε τραχύτερη και βαθύτερη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραγισμός — ο η μεταβολή της φωνής του εφήβου στο τραχύτερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)